- προπεμπτήριος
- προπεμπτήριοςfuneralmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπεμπτήριον — προπεμπτήριος funeral masc/fem acc sg προπεμπτήριος funeral neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπεμπτηρίου — προπεμπτήριος funeral masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπεμπτηρίους — προπεμπτήριος funeral masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπεμπτηρίων — προπεμπτήριος funeral masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπεμπτήρια — προπεμπτήριος funeral neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπτήριος — ὁ, ἡ, Α [πεμπτήρ] προπεμπτήριος, συνοδευτικός … Dictionary of Greek
προπεμπτήριο — το / προπεμπτήριος, ον ΝΜΑ νεοελλ. 1. βούλευμα, μετά από αίτηση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με το οποίο μπορεί να διαταχθεί η προσωρινή αποφυλάκιση προφυλακισμένου, με καταβολή εγγύησης 2. πράξη τού δικαστηρίου για προσωρινή απαλλαγή… … Dictionary of Greek